изнемочь - ορισμός. Τι είναι το изнемочь
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι изнемочь - ορισμός


ИЗНЕМОЧЬ      
потерять силы, ослабеть.
И. от постоянных лишений.
изнемочь      
сов. неперех.
см. изнемогать.
изнемочь      
ИЗНЕМ'ОЧЬ, изнемогу, изнеможешь, изнемогут, прош. вр. изнемог, изнемогла, ·совер.изнемогать
) (·книж. ). Потерять силы, ослабевать, почувствовать изнеможение от чего-нибудь. Изнемочь от усталости. Изнемочь от жары. Изнемочь от тяжелой работы. "Глаза потемнели, я весь изнемог." Пушкин.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για изнемочь
1. Немолодой танцовщик Педро Бенавенте поставил для себя и Илзе Лиепы весьма своеобразное "Танго". Львиную часть дуэта партнеры провели врозь, чтобы народной артистке не пришлось шибко сучить ногами, а когда встретились -- было уже поздно: дама успела изнемочь от страсти и лишь беспомощно сползала спиной по мощной груди соблазнителя.
Τι είναι ИЗНЕМОЧЬ - ορισμός